- προφωνῶν
- προφωνέωutterpres part act masc nom sg (attic epic doric)προφωνέωutterpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προφωνώ — έω, ΜΑ [φωνῶ] εκδίδω διακήρυξη ή διαταγή ενώπιον όλων (α. «τοῡτο δὲ πᾱσι προφωνῶ καὶ πᾱσι παραγγέλνω», Διήγ. Αχιλλ. β. «πᾱσιν προφωνεῑ τόνδε ναυάρχοις λόγον», Αισχύλ. γ. «ὑμῑν προφωνῶ πᾱσι Καδμείοις τάδε», Σοφ.) αρχ. διακηρύσσω, λέω φωναχτά από… … Dictionary of Greek